θἀτέρῳ

θἀτέρῳ
ἁτέρῳ , ἅτερος
sṃ
masc/neut dat sg
ἑτέρῳ , ἕτερος
D Mort.
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θατέρω — ἑτέρω , ἕτερος D Mort. masc/neut nom/voc/acc dual ἑτέρω , ἕτερος D Mort. masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θατέρῳ — ἑτέρῳ , ἕτερος D Mort. masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”